ψηφάς

ψηφάς
ψηφάς, άδος, ,
A juggler, Cat.Cod.Astr.7.118, 8(3).110, 8(4).217.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψηφάς — και ψηφᾱς, άδος, ὁ, Α θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός («ὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες... ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + επίθημα άς, άδος (πρβλ. κοιλ άς)] …   Dictionary of Greek

  • ψηφάδας — ψηφάς juggler fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφάδες — ψηφάς juggler fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”